ηρέμηση — η 1. αποκατάσταση της ηρεμίας. 2. γαλήνεμα, καθησύχαση: Ηρέμηση των παθών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηρέμηση — η (Α ἠρέμησις, δωρ. τ. ἀρέμησις) [ηρεμώ] 1. ησυχία, ακινησία, ηρεμία («ἡ γὰρ ἠρέμησις στέρησις τῆς κινήσεως», Αριστοτ.) 2. μτφ. καταπράυνση, καθησύχαση … Dictionary of Greek
ενηρέμησις — ἐνηρέμησις, η (Α) [ενηρεμώ] 1. ηρέμηση, ησυχία, ακινησία, ανάπαυλα σε κάτι 2. μουσ. η στάση τού μουσικού τόνου σε κάποιο ύψος … Dictionary of Greek
επίστασις — ἐπίστασις, ἡ (Α) [στάσις] 1. έμφραξη, επίσχεση («ἐπίστασις κοιλίης, οὔρου, αἵματος») 2. βία, ορμή 3. στάση, στάθμευση («τοσοῡτον ἦν ἀνάγκη χρόνον δι’ ὅλου τοῡ στρατεύματος γίγνεσθαι τήν ἐπίστασιν», Ξεν.) 3. ηρέμηση και αυτοσυγκέντρωση («ἡ νόησις… … Dictionary of Greek
κατάπαυση — ἡ (AM κατάπαυσις) [καταπαύω] 1. τέλεια παύση, σταμάτημα, λήξη, τελειωμός, οριστικός τερματισμός («κατάπαυση εχθροπραξιών») μσν. αρχ. 1. καθησυχασμός, ηρέμηση, γαλήνευση, ησυχία, ανάπαυση 2. τόπος αναπαύσεως και ησυχίας, ησυχαστήριο 3. ο τόπος τής … Dictionary of Greek
κατάσταση — (Φυσ.). Ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται στη γενική τους μορφή τα διάφορα σώματα και εξαρτάται έως έναν βαθμό από τις δυνάμεις συνοχής των μορίων τους. Η ύλη γενικά παρουσιάζεται στη φύση σε στερεά, σε υγρή και σε αέρια μορφή. Η στερεά μορφή… … Dictionary of Greek
κατευνασμός — ο (Α κατευνασμός) [κατευνάζω] νεοελλ. καθησύχαση, καταπράυνση, ηρέμηση, μαλάκωμα («ο κατευνασμός τής διχόνοιας») αρχ. το να οδηγεί κάποιος κάποιον στην κλίνη για να κοιμηθεί, το κοίμισμα … Dictionary of Greek
κατακάθισμα — το 1.καθίζηση, υποχώρηση, βούλιαγμα. 2. κατακάθι (βλ. λ.). 3. μτφ., ηρέμηση, καλμάρισμα, κατευνασμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)